- χανσεατικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Χάνσα2. φρ. «χανσεατική ένωση» — εμπορική οργάνωση ορισμένων γερμανικών πόλεων τού Μεσαίωνα, που είχε στόχο την προώθηση τών διεθνών ανταλλαγών.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. hanseatic < hansa «εμπορικός συνεταιρισμός» (< βλ. λ. χάνσα)].
Dictionary of Greek. 2013.